- ψηφάδες
- ψηφάςjugglerfem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψηφάς — και ψηφᾱς, άδος, ὁ, Α θαυματοποιός, ταχυδακτυλουργός («ὥσπερ οἱ λεγόμενοι ψηφάδες... ὁ ἀντίχριστος ἐρχόμενος πλανᾷ τοὺς ὀφθαλμοὺς τῶν ἀνθρώπων», Αθανάσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + επίθημα άς, άδος (πρβλ. κοιλ άς)] … Dictionary of Greek